- ομφαλώδης
- -ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) [ομφαλός]ομφαλοειδήςτο αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδηςβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη τής περιοχής τής Μεσογείου και τού Μεξικού.
Dictionary of Greek. 2013.